Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו - A Besorah Segundo Mateus – 20

Daniel Alves Pena

Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו -  A Besorah Segundo Mateus – 20

1 Porque o reino dos céus é semelhante a um homem, pai de família, que saiu de madrugada a assalariar trabalhadores para a sua vinha.
ομοια γαρ εστιν η βασιλεια των ουρανων ανθρωπω οικοδεσποτη οστις εξηλθεν αμα πρωι μισθωσασθαι εργατας εις τον αμπελωνα αυτου

2 E, ajustando com os trabalhadores a um dinheiro por dia, mandou-os para a sua vinha.
συμφωνησας δε μετα των εργατων εκ δηναριου την ημεραν απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου

3 E, saindo perto da hora terceira, viu outros que estavam ociosos na praça,
και εξελθων περι την τριτην ωραν ειδεν αλλους εστωτας εν τη αγορα αργους

4 E disse-lhes: Ide vós também para a vinha, e dar-vos-ei o que for justo. E eles foram.
κακεινοις ειπεν υπαγετε και υμεις εις τον αμπελωνα και ο εαν η δικαιον δωσω υμιν

5 Saindo outra vez, perto da hora sexta e nona, fez o mesmo.
οι δε απηλθον παλιν εξελθων περι εκτην και εννατην ωραν εποιησεν ωσαυτως

6 E, saindo perto da hora undécima, encontrou outros que estavam ociosos, e perguntou-lhes: Por que estais ociosos todo o dia?
περι δε την ενδεκατην ωραν εξελθων ευρεν αλλους εστωτας αργους και λεγει αυτοις τι ωδε εστηκατε ολην την ημεραν αργοι

7 Disseram-lhe eles: Porque ninguém nos assalariou. Diz-lhes ele: Ide vós também para a vinha, e recebereis o que for justo.
λεγουσιν αυτω οτι ουδεις ημας εμισθωσατο λεγει αυτοις υπαγετε και υμεις εις τον αμπελωνα και ο εαν η δικαιον ληψεσθε

8 E, aproximando-se a noite, diz o Senhor da vinha ao seu mordomo: Chama os trabalhadores, e paga-lhes o jornal, começando pelos derradeiros, até aos primeiros.
οψιας δε γενομενης λεγει ο κυριος του αμπελωνος τω επιτροπω αυτου καλεσον τους εργατας και αποδος αυτοις τον μισθον αρξαμενος απο των εσχατων εως των πρωτων

9 E, chegando os que tinham ido perto da hora undécima, receberam um dinheiro cada um.
και ελθοντες οι περι την ενδεκατην ωραν ελαβον ανα δηναριον

10 Vindo, porém, os primeiros, cuidaram que haviam de receber mais; mas do mesmo modo receberam um dinheiro cada um.
10 ελθοντες δε οι πρωτοι ενομισαν οτι πλειονα ληψονται και ελαβον και αυτοι ανα δηναριον

11 E, recebendo-o, murmuravam contra o pai de família,
11 λαβοντες δε εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου

12 Dizendo: Estes derradeiros trabalharam só uma hora, e tu os igualaste conosco, que suportamos a fadiga e o calor do dia.
12 λεγοντες οτι ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εποιησαν και ισους ημιν αυτους εποιησας τοις βαστασασιν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα

13 Mas ele, respondendo, disse a um deles: Amigo, não te faço agravo; não ajustaste tu comigo um dinheiro?
13 ο δε αποκριθεις ειπεν ενι αυτων εταιρε ουκ αδικω σε ουχι δηναριου συνεφωνησας μοι

14 Toma o que é teu, e retira-te; eu quero dar a este derradeiro tanto como a ti.
14 αρον το σον και υπαγε θελω δε τουτω τω εσχατω δουναι ως και σοι

15 Ou não me é lícito fazer o que quiser do que é meu? Ou é mau o teu olho porque eu sou bom?
15 η ουκ εξεστιν μοι ποιησαι ο θελω εν τοις εμοις ει ο οφθαλμος σου πονηρος εστιν οτι εγω αγαθος ειμι

16 Assim os derradeiros serão primeiros, e os primeiros derradeiros; porque muitos são chamados, mas poucos escolhidos.
16 ουτως εσονται οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι πολλοι γαρ εισιν κλητοι ολιγοι δε εκλεκτοι

17 E, subindo Yeschua a Yerushalayim, chamou de parte os seus doze talmidim, e no caminho disse-lhes:
17 και αναβαινων ο ιησους εις ιεροσολυμα παρελαβεν τους δωδεκα μαθητας κατ ιδιαν εν τη οδω και ειπεν αυτοις

18 Eis que vamos para Yerushalayim, e o Filho do homem será entregue aos príncipes dos Kohéns, e aos mestres da toráh, e condená-lo-ão à morte.
18 ιδου αναβαινομεν εις ιεροσολυμα και ο υιος του ανθρωπου παραδοθησεται τοις αρχιερευσιν και γραμματευσιν και κατακρινουσιν αυτον θανατω

19 E o entregarão aos goiym para que dele escarneçam, e o açoitem e crucifiquem, e ao terceiro dia ressuscitará.
19 και παραδωσουσιν αυτον τοις εθνεσιν εις το εμπαιξαι και μαστιγωσαι και σταυρωσαι και τη τριτη ημερα αναστησεται

20 Então se aproximou dele a mãe dos filhos de Zaviday, com seus filhos, adorando-o, e fazendo-lhe um pedido.
20 τοτε προσηλθεν αυτω η μητηρ των υιων ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης προσκυνουσα και αιτουσα τι παρ αυτου

21 E ele diz-lhe: Que queres? Ela respondeu: Dize que estes meus dois filhos se assentem, um à tua direita e outro à tua esquerda, no teu reino.
21 ο δε ειπεν αυτη τι θελεις λεγει αυτω ειπε ινα καθισωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ ευωνυμων εν τη βασιλεια σου

22 Yeschua, porém, respondendo, disse: Não sabeis o que pedis. Podeis vós beber o cálice que eu hei de beber, e ser imergidos com o mykiveh com que eu sou imergido? Dizem-lhe eles: Podemos.
22 αποκριθεις δε ο ιησους ειπεν ουκ οιδατε τι αιτεισθε δυνασθε πιειν το ποτηριον ο εγω μελλω πινειν και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισθηναι λεγουσιν αυτω δυναμεθα

23 E diz-lhes ele: Na êmeth bebereis o meu cálice e sereis imergidos com o mykiveh com que eu sou imergido, mas o assentar-se à minha direita ou à minha esquerda não me pertence dá-lo, mas é para aqueles para quem meu Pai o tem preparado.
23 και λεγει αυτοις το μεν ποτηριον μου πιεσθε και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισθησεσθε το δε καθισαι εκ δεξιων μου και εξ ευωνυμων μου ουκ εστιν εμον δουναι αλλ οις ητοιμασται υπο του πατρος μου

24 E, quando os dez ouviram isto, indignaram-se contra os dois irmãos.
24 και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελφων

25 Então Yeschua, chamando-os para junto de si, disse: Bem sabeis que pelos príncipes dos goiym são estes dominados, e que os grandes exercem autoridade sobre eles.
25 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος αυτους ειπεν οιδατε οτι οι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτων και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτων

26 Não será assim entre vós; mas todo aquele que quiser entre vós fazer-se grande seja vosso serviçal;
26 ουχ ουτως δε εσται εν υμιν αλλ ος εαν θελη εν υμιν μεγας γενεσθαι εστω υμων διακονος

27 E, qualquer que entre vós quiser ser o primeiro, seja vosso servo;
27 και ος εαν θελη εν υμιν ειναι πρωτος εστω υμων δουλος

28 Bem como o Filho do homem não veio para ser servido, mas para servir, e para dar a sua vida em resgate de muitos.
28 ωσπερ ο υιος του ανθρωπου ουκ ηλθεν διακονηθηναι αλλα διακονησαι και δουναι την ψυχην αυτου λυτρον αντι πολλων

29 E, saindo eles de Yerichó, seguiu-o grande multidão.
29 και εκπορευομενων αυτων απο ιεριχω ηκολουθησεν αυτω οχλος πολυς

30 E eis que dois cegos, assentados junto do caminho, ouvindo que Yeschua passava, clamaram, dizendo: Senhor, Filho de Davi, tem misericórdia de nós!
30 και ιδου δυο τυφλοι καθημενοι παρα την οδον ακουσαντες οτι ιησους παραγει εκραξαν λεγοντες ελεησον ημας κυριε υιος δαβιδ

31 E a multidão os repreendia, para que se calassem; eles, porém, cada vez clamavam mais, dizendo: Senhor, Filho de Davi, tem misericórdia de nós!
31 ο δε οχλος επετιμησεν αυτοις ινα σιωπησωσιν οι δε μειζον εκραζον λεγοντες ελεησον ημας κυριε υιος δαβιδ

32 E Yeschua, parando, chamou-os, e disse: Que quereis que vos faça?
32 και στας ο ιησους εφωνησεν αυτους και ειπεν τι θελετε ποιησω υμιν

33 Disseram-lhe eles: Senhor, que os nossos olhos sejam abertos.
33 λεγουσιν αυτω κυριε ινα ανοιχθωσιν ημων οι οφθαλμοι

34 Então Yeschua, movido de íntima compaixão, tocou-lhes nos olhos, e logo viram; e eles o seguiram.
34 σπλαγχνισθεις δε ο ιησους ηψατο των οφθαλμων αυτων και ευθεως ανεβλεψαν αυτων οι οφθαλμοι και ηκολουθησαν αυτω

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo