Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 10

Daniel Alves Pena

Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 10

1 E, levantando-se dali, foi para os termos da Yehudá, além do Yarden, e a multidão se reuniu em torno dele; e tornou a ensiná-los, como tinha por costume.
κακειθεν αναστας ερχεται εις τα ορια της ιουδαιας δια του περαν του ιορδανου και συμπορευονται παλιν οχλοι προς αυτον και ως ειωθει παλιν εδιδασκεν αυτους

2 E, aproximando-se dele os paruschs, perguntaram-lhe, tentando-o: É lícito ao homem repudiar sua mulher?
και προσελθοντες οι φαρισαιοι επηρωτησαν αυτον ει εξεστιν ανδρι γυναικα απολυσαι πειραζοντες αυτον

3 Mas ele, respondendo, disse-lhes: Que vos mandou Moshêh?
ο δε αποκριθεις ειπεν αυτοις τι υμιν ενετειλατο μωσης

4 E eles disseram: Moshêh permitiu escrever carta de divórcio e repudiar.
οι δε ειπον μωσης επετρεψεν βιβλιον αποστασιου γραψαι και απολυσαι

5 E Yeschua, respondendo, disse-lhes: Pela dureza dos vossos corações vos deixou ele escrito esse mandamento;
και αποκριθεις ο ιησους ειπεν αυτοις προς την σκληροκαρδιαν υμων εγραψεν υμιν την εντολην ταυτην

6 Porém, desde o princípio da criação, Elohím os fez macho e fêmea.
απο δε αρχης κτισεως αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους ο θεος

7 Por isso deixará o homem a seu pai e a sua mãe, e unir-se-á a sua mulher,
ενεκεν τουτου καταλειψει ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα και προσκολληθησεται προς την γυναικα αυτου

8 E serão os dois uma só carne; e assim já não serão dois, mas uma só carne.
και εσονται οι δυο εις σαρκα μιαν ωστε ουκετι εισιν δυο αλλα μια σαρξ

9 Portanto, o que Elohím ajuntou não o separe o homem.
ο ουν ο θεος συνεζευξεν ανθρωπος μη χωριζετω

10 E em casa tornaram os talmidim a interrogá-lo acerca disto mesmo.
10 και εν τη οικια παλιν οι μαθηται αυτου περι του αυτου επηρωτησαν αυτον

11 E ele lhes disse: Qualquer que deixar a sua mulher e casar com outra, adultera contra ela.
11 και λεγει αυτοις ος εαν απολυση την γυναικα αυτου και γαμηση αλλην μοιχαται επ αυτην

12 E, se a mulher deixar a seu marido, e casar com outro, adultera.
12 και εαν γυνη απολυση τον ανδρα αυτης και γαμηθη αλλω μοιχαται

13 E traziam-lhe meninos para que lhes tocasse, mas os talmidim repreendiam aos que lhos traziam.
13 και προσεφερον αυτω παιδια ινα αψηται αυτων οι δε μαθηται επετιμων τοις προσφερουσιν

14 Yeschua, porém, vendo isto, indignou-se, e disse-lhes: Deixai vir os meninos a mim, e não os impeçais; porque dos tais é o reino de Elohím.
14 ιδων δε ο ιησους ηγανακτησεν και ειπεν αυτοις αφετε τα παιδια ερχεσθαι προς με και μη κωλυετε αυτα των γαρ τοιουτων εστιν η βασιλεια του θεου

15 Em êmeth vos digo que qualquer que não receber o reino de Elohím como menino, de maneira nenhuma entrará nele.
15 αμην λεγω υμιν ος εαν μη δεξηται την βασιλειαν του θεου ως παιδιον ου μη εισελθη εις αυτην

16 E, tomando-os nos seus braços, e impondo-lhes as mãos, os abençoou.
16 και εναγκαλισαμενος αυτα τιθεις τας χειρας επ αυτα ηυλογει αυτα

17 E, pondo-se a caminho, correu para ele um homem, o qual se ajoelhou diante dele, e lhe perguntou: Bom Mestre, que farei para herdar a vida eterna?
17 και εκπορευομενου αυτου εις οδον προσδραμων εις και γονυπετησας αυτον επηρωτα αυτον διδασκαλε αγαθε τι ποιησω ινα ζωην αιωνιον κληρονομησω

18 E Yeschua lhe disse: Por que me chamas bom? Ninguém há bom senão um, que é Elohím.
18 ο δε ιησους ειπεν αυτω τι με λεγεις αγαθον ουδεις αγαθος ει μη εις ο θεος

19 Tu sabes os mandamentos: Não adulterarás; não matarás; não furtarás; não dirás falso testemunho; não defraudarás alguém; honra a teu pai e a tua mãe.
19 τας εντολας οιδας μη μοιχευσης μη φονευσης μη κλεψης μη ψευδομαρτυρησης μη αποστερησης τιμα τον πατερα σου και την μητερα

20 Ele, porém, respondendo, lhe disse: Mestre, tudo isso guardei desde a minha mocidade.
20 ο δε αποκριθεις ειπεν αυτω διδασκαλε ταυτα παντα εφυλαξαμην εκ νεοτητος μου

21 E Yeschua, olhando para ele, o amou e lhe disse: Falta-te uma coisa: vai, vende tudo quanto tens, e dá-o aos pobres, e terás um tesouro no céu; e vem, e segue-me.
21 ο δε ιησους εμβλεψας αυτω ηγαπησεν αυτον και ειπεν αυτω εν σοι υστερει υπαγε οσα εχεις πωλησον και δος τοις πτωχοις και εξεις θησαυρον εν ουρανω και δευρο ακολουθει μοι αρας τον σταυρον

22 Mas ele, pesaroso desta palavra, retirou-se triste; porque possuía muitas propriedades.
22 ο δε στυγνασας επι τω λογω απηλθεν λυπουμενος ην γαρ εχων κτηματα πολλα

23 Então Yeschua, olhando em redor, disse aos seus talmidim: Quão dificilmente entrarão no reino de Elohím os que têm riquezas!
23 και περιβλεψαμενος ο ιησους λεγει τοις μαθηταις αυτου πως δυσκολως οι τα χρηματα εχοντες εις την βασιλειαν του θεου εισελευσονται

24 E os talmidim se admiraram destas suas palavras; mas Yeschua, tornando a falar, disse-lhes: Filhos, quão difícil é, para os que confiam nas riquezas, entrar no reino de Elohím!
24 οι δε μαθηται εθαμβουντο επι τοις λογοις αυτου ο δε ιησους παλιν αποκριθεις λεγει αυτοις τεκνα πως δυσκολον εστιν τους πεποιθοτας επι τοις χρημασιν εις την βασιλειαν του θεου εισελθειν

25 É mais fácil passar uma corda pelo fundo de uma agulha, do que entrar um rico no reino de Elohím.
25 ευκοπωτερον εστιν καμηλον δια της τρυμαλιας της ραφιδος {VAR1: εισελθειν } {VAR2: διελθειν } η πλουσιον εις την βασιλειαν του θεου εισελθειν

26 E eles se admiravam ainda mais, dizendo entre si: Quem poderá, pois, salvar-se?
26 οι δε περισσως εξεπλησσοντο λεγοντες προς εαυτους και τις δυναται σωθηναι

27 Yeschua, porém, olhando para eles, disse: Para os homens é impossível, mas não para Elohím, porque para Elohím todas as coisas são possíveis.
27 εμβλεψας δε αυτοις ο ιησους λεγει παρα ανθρωποις αδυνατον αλλ ου παρα τω θεω παντα γαρ δυνατα εστιν παρα τω θεω

28 E Kefá começou a dizer-lhe: Eis que nós tudo deixamos, e te seguimos.
28 και ηρξατο ο πετρος λεγειν αυτω ιδου ημεις αφηκαμεν παντα και ηκολουθησαμεν σοι

29 E Yeschua, respondendo, disse: Em êmeth vos digo que ninguém há, que tenha deixado casa, ou irmãos, ou irmãs, ou pai, ou mãe, ou mulher, ou filhos, ou campos, por ahavah de mim e das boas novas,
29 αποκριθεις δε ο ιησους ειπεν αμην λεγω υμιν ουδεις εστιν ος αφηκεν οικιαν η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου

30 Que não receba cem vezes tanto, já neste tempo, em casas, e irmãos, e irmãs, e mães, e filhos, e campos, com perseguições; e no século futuro a vida eterna.
30 εαν μη λαβη εκατονταπλασιονα νυν εν τω καιρω τουτω οικιας και αδελφους και αδελφας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων και εν τω αιωνι τω ερχομενω ζωην αιωνιον

31 Porém muitos primeiros serão derradeiros, e muitos derradeiros serão primeiros.
31 πολλοι δε εσονται πρωτοι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι

32 E iam no caminho, subindo para Yerushalayim; e Yeschua ia adiante deles. E eles maravilhavam-se, e seguiam-no atemorizados. E, tornando a tomar consigo os doze, começou a dizer-lhes as coisas que lhe deviam sobrevir,
32 ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις ιεροσολυμα και ην προαγων αυτους ο ιησους και εθαμβουντο και ακολουθουντες εφοβουντο και παραλαβων παλιν τους δωδεκα ηρξατο αυτοις λεγειν τα μελλοντα αυτω συμβαινειν

33 Dizendo: Eis que nós subimos a Yerushalayim, e o Filho do homem será entregue aos príncipes dos Kohéns, e aos mestres da toráh, e o condenarão à morte, e o entregarão aos goiym.
33 οτι ιδου αναβαινομεν εις ιεροσολυμα και ο υιος του ανθρωπου παραδοθησεται τοις αρχιερευσιν και τοις γραμματευσιν και κατακρινουσιν αυτον θανατω και παραδωσουσιν αυτον τοις εθνεσιν

34 E o escarnecerão, e açoitarão, e cuspirão nele, e o matarão; e, ao terceiro dia, ressuscitará.
34 και εμπαιξουσιν αυτω και μαστιγωσουσιν αυτον και εμπτυσουσιν αυτω και αποκτενουσιν αυτον και τη τριτη ημερα αναστησεται

35 E aproximando-se dele a mãe de Ya’akov e Yohanam, filhos de Zaviday, dizendo: Mestre, queremos que nos faças o que te pedirmos.
35 και προσπορευονται αυτω ιακωβος και ιωαννης οι υιοι ζεβεδαιου λεγοντες διδασκαλε θελομεν ινα ο εαν αιτησωμεν ποιησης ημιν

36 E ele lhes disse: Que quereis que vos faça?
36 ο δε ειπεν αυτοις τι θελετε ποιησαι με υμιν

37 E ela lhe disse: Concede-nos que na tua glória nos assentemos, um à tua direita, e outro à tua esquerda.
37 οι δε ειπον αυτω δος ημιν ινα εις εκ δεξιων σου και εις εξ ευωνυμων σου καθισωμεν εν τη δοξη σου

38 Mas Yeschua lhes disse: Não sabeis o que pedis; podeis vós beber o cálice que eu bebo, e ser imergidos com o mykiveh com que eu sou imergido?
38 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ουκ οιδατε τι αιτεισθε δυνασθε πιειν το ποτηριον ο εγω πινω και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισθηναι

39 E eles lhe disseram: Podemos. Yeschua, porém, disse-lhes: Em êmeth, vós bebereis o cálice que eu beber, e sereis imergidos com o mykiveh com que eu sou imergido;
39 οι δε ειπον αυτω δυναμεθα ο δε ιησους ειπεν αυτοις το μεν ποτηριον ο εγω πινω πιεσθε και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισθησεσθε

40 Mas, o assentar-se à minha direita, ou à minha esquerda, não me pertence a mim concedê-lo, mas isso é para aqueles a quem está reservado.
40 το δε καθισαι εκ δεξιων μου και εξ ευωνυμων μου ουκ εστιν εμον δουναι αλλ οις ητοιμασται

41 E os dez, tendo ouvido isto, começaram a indignar-se contra Ya’akov e Yohanam.
41 και ακουσαντες οι δεκα ηρξαντο αγανακτειν περι ιακωβου και ιωαννου

42 Mas Yeschua, chamando-os a si, disse-lhes: Sabeis que os que julgam ser príncipes dos goiym, deles se assenhoreiam, e os seus grandes usam de autoridade sobre elas;
42 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος αυτους λεγει αυτοις οιδατε οτι οι δοκουντες αρχειν των εθνων κατακυριευουσιν αυτων και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτων

43 Mas entre vós não será assim; antes, qualquer que entre vós quiser ser grande, será vosso serviçal;
43 ουχ ουτως δε εσται εν υμιν αλλ ος εαν θελη γενεσθαι μεγας εν υμιν εσται διακονος υμων

44 E qualquer que dentre vós quiser ser o primeiro, será servo de todos.
44 και ος αν θελη υμων γενεσθαι πρωτος εσται παντων δουλος

45 Porque o Filho do homem também não veio para ser servido, mas para servir e dar a sua vida em resgate de muitos.
45 και γαρ ο υιος του ανθρωπου ουκ ηλθεν διακονηθηναι αλλα διακονησαι και δουναι την ψυχην αυτου λυτρον αντι πολλων

46 Depois, foram para Yericó. E, saindo ele de Yericó com seus talmidim e uma grande multidão, Bartimeu, o cego, filho de Timeu, estava assentado junto do caminho, mendigando.
46 και ερχονται εις ιεριχω και εκπορευομενου αυτου απο ιεριχω και των μαθητων αυτου και οχλου ικανου υιος τιμαιου βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον προσαιτων

47 E, ouvindo que era Yeschua de Natzereth, começou a clamar, e a dizer: Yeschua, filho de Davi, tem misericórdia de mim.
47 και ακουσας οτι ιησους ο ναζωραιος εστιν ηρξατο κραζειν και λεγειν ο υιος δαβιδ ιησου ελεησον με

48 E muitos o repreendiam, para que se calasse; mas ele clamava cada vez mais: Filho de Davi! tem misericórdia de mim.
48 και επετιμων αυτω πολλοι ινα σιωπηση ο δε πολλω μαλλον εκραζεν υιε δαβιδ ελεησον με

49 E Yeschua, parando, disse que o chamassem; e chamaram o cego, dizendo-lhe: Tem bom ânimo; levanta-te, que ele te chama.
49 και στας ο ιησους ειπεν αυτον φωνηθηναι και φωνουσιν τον τυφλον λεγοντες αυτω θαρσει εγειραι φωνει σε

50 E ele, lançando de si a sua capa, levantou-se, e foi ter com Yeschua.
50 ο δε αποβαλων το ιματιον αυτου αναστας ηλθεν προς τον ιησουν

51 E Yeschua, falando, disse-lhe: Que queres que te faça? E o cego lhe disse: Mestre, que eu tenha vista.
51 και αποκριθεις λεγει αυτω ο ιησους τι θελεις ποιησω σοι ο δε τυφλος ειπεν αυτω ραββονι ινα αναβλεψω

52 E Yeschua lhe disse: Vai, a tua Emunah te salvou. E logo viu, e seguiu a Yeschua pelo caminho.
52 ο δε ιησους ειπεν αυτω υπαγε η πιστις σου σεσωκεν σε και ευθεως ανεβλεψεν και ηκολουθει τω ιησου εν τη οδω

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo