Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו - A Besorah Segundo Mateus – 22

Daniel Alves Pena

Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו -  A Besorah Segundo Mateus – 22

1 Então Yeschua, tomando a palavra, tornou a falar-lhes em parábolas, dizendo:
και αποκριθεις ο ιησους παλιν ειπεν αυτοις εν παραβολαις λεγων

2 O reino dos céus é semelhante a um certo rei que celebrou as bodas de seu filho;
ωμοιωθη η βασιλεια των ουρανων ανθρωπω βασιλει οστις εποιησεν γαμους τω υιω αυτου

3 E enviou os seus servos a chamar os convidados para as bodas, e estes não quiseram vir.
και απεστειλεν τους δουλους αυτου καλεσαι τους κεκλημενους εις τους γαμους και ουκ ηθελον ελθειν

4 Depois, enviou outros servos, dizendo: Dizei aos convidados: Eis que tenho o meu jantar preparado, os meus bois e cevados já mortos, e tudo já pronto; vinde às bodas.
παλιν απεστειλεν αλλους δουλους λεγων ειπατε τοις κεκλημενοις ιδου το αριστον μου ητοιμασα οι ταυροι μου και τα σιτιστα τεθυμενα και παντα ετοιμα δευτε εις τους γαμους

5 Eles, porém, não fazendo caso, foram, um para o seu campo, outro para o seu tráfico;
οι δε αμελησαντες απηλθον ο μεν εις τον ιδιον αγρον ο δε εις την εμποριαν αυτου

6 E os outros, apoderando-se dos servos, os ultrajaram e mataram.
οι δε λοιποι κρατησαντες τους δουλους αυτου υβρισαν και απεκτειναν

7 E o rei, tendo notícia disto, encolerizou-se e, enviando os seus exércitos, destruiu aqueles homicidas, e incendiou a sua cidade.
ακουσας δε ο βασιλευς ωργισθη και πεμψας τα στρατευματα αυτου απωλεσεν τους φονεις εκεινους και την πολιν αυτων ενεπρησεν

8 Então diz aos servos: As bodas, na êmeth, estão preparadas, mas os convidados não eram dignos.
τοτε λεγει τοις δουλοις αυτου ο μεν γαμος ετοιμος εστιν οι δε κεκλημενοι ουκ ησαν αξιοι

9 Ide, pois, às saídas dos caminhos, e convidai para as bodas a todos os que encontrardes.
πορευεσθε ουν επι τας διεξοδους των οδων και οσους αν ευρητε καλεσατε εις τους γαμους

10 E os servos, saindo pelos caminhos, ajuntaram todos quantos encontraram, tanto maus como bons; e a festa nupcial foi cheia de convidados.
10 και εξελθοντες οι δουλοι εκεινοι εις τας οδους συνηγαγον παντας οσους ευρον πονηρους τε και αγαθους και επλησθη ο γαμος ανακειμενων

11 E o rei, entrando para ver os convidados, viu ali um homem que não estava trajado com veste de núpcias.
11 εισελθων δε ο βασιλευς θεασασθαι τους ανακειμενους ειδεν εκει ανθρωπον ουκ ενδεδυμενον ενδυμα γαμου

12 E disse-lhe: Amigo, como entraste aqui, não tendo veste nupcial? E ele emudeceu.
12 και λεγει αυτω εταιρε πως εισηλθες ωδε μη εχων ενδυμα γαμου ο δε εφιμωθη

13 Disse, então, o rei aos servos: Amarrai-o de pés e mãos, levai-o, e lançai-o nas trevas exteriores; ali haverá pranto e ranger de dentes.
13 τοτε ειπεν ο βασιλευς τοις διακονοις δησαντες αυτου ποδας και χειρας αρατε αυτον και εκβαλετε εις το σκοτος το εξωτερον εκει εσται ο κλαυθμος και ο βρυγμος των οδοντων

14 Porque muitos são chamados, mas poucos escolhidos.
14 πολλοι γαρ εισιν κλητοι ολιγοι δε εκλεκτοι

15 Então, retirando-se os paruschs, consultaram entre si como o surpreenderiam nalguma palavra;
15 τοτε πορευθεντες οι φαρισαιοι συμβουλιον ελαβον οπως αυτον παγιδευσωσιν εν λογω

16 E enviaram-lhe os seus talmidim, com os herodianos, dizendo: Mestre, bem sabemos que és verdadeiro, e ensinas o caminho de Elohím segundo a êmeth, e de ninguém se te dá, porque não olhas a aparência dos homens.
16 και αποστελλουσιν αυτω τους μαθητας αυτων μετα των ηρωδιανων λεγοντες διδασκαλε οιδαμεν οτι αληθης ει και την οδον του θεου εν αληθεια διδασκεις και ου μελει σοι περι ουδενος ου γαρ βλεπεις εις προσωπον ανθρωπων

17 Dize-nos, pois, que te parece? É lícito pagar o tributo a César, ou não?
17 ειπε ουν ημιν τι σοι δοκει εξεστιν δουναι κηνσον καισαρι η ου

18 Yeschua, porém, conhecendo a sua malícia, disse: Por que me experimentais, hipócritas?
18 γνους δε ο ιησους την πονηριαν αυτων ειπεν τι με πειραζετε υποκριται

19 Mostrai-me a moeda do tributo. E eles lhe apresentaram um dinheiro.
19 επιδειξατε μοι το νομισμα του κηνσου οι δε προσηνεγκαν αυτω δηναριον

20 E ele diz-lhes: De quem é esta efígie e esta inscrição?
20 και λεγει αυτοις τινος η εικων αυτη και η επιγραφη

21 Dizem-lhe eles: De César. Então ele lhes disse: Dai pois a César o que é de César, e a Elohím o que é de Elohím.
21 λεγουσιν αυτω καισαρος τοτε λεγει αυτοις αποδοτε ουν τα καισαρος καισαρι και τα του θεου τω θεω

22 E eles, ouvindo isto, maravilharam-se, e, deixando-o, se retiraram.
22 και ακουσαντες εθαυμασαν και αφεντες αυτον απηλθον

23 No mesmo dia chegaram junto dele os t’zeduks, que dizem não haver ressurreição, e o interrogaram,
23 εν εκεινη τη ημερα προσηλθον αυτω σαδδουκαιοι οι λεγοντες μη ειναι αναστασιν και επηρωτησαν αυτον

24 Dizendo: Mestre, Moshêh disse: Se morrer alguém, não tendo filhos, casará o seu irmão com a mulher dele, e suscitará descendência a seu irmão.
24 λεγοντες διδασκαλε μωσης ειπεν εαν τις αποθανη μη εχων τεκνα επιγαμβρευσει ο αδελφος αυτου την γυναικα αυτου και αναστησει σπερμα τω αδελφω αυτου

25 Ora, houve entre nós sete irmãos; e o primeiro, tendo casado, morreu e, não tendo descendência, deixou sua mulher a seu irmão.
25 ησαν δε παρ ημιν επτα αδελφοι και ο πρωτος γαμησας ετελευτησεν και μη εχων σπερμα αφηκεν την γυναικα αυτου τω αδελφω αυτου

26 Da mesma sorte o segundo, e o terceiro, até ao sétimo;
26 ομοιως και ο δευτερος και ο τριτος εως των επτα

27 Por fim, depois de todos, morreu também a mulher.
27 υστερον δε παντων απεθανεν και η γυνη

28 Portanto, na ressurreição, de qual dos sete será a mulher, visto que todos a possuíram?
28 εν τη ουν αναστασει τινος των επτα εσται γυνη παντες γαρ εσχον αυτην

29 Yeschua, porém, respondendo, disse-lhes: Errais, não conhecendo as Escrituras, nem o poder de Elohím.
29 αποκριθεις δε ο ιησους ειπεν αυτοις πλανασθε μη ειδοτες τας γραφας μηδε την δυναμιν του θεου

30 Porque na ressurreição nem casam nem são dados em casamento; mas serão como os melarríms de Elohím no céu.
30 εν γαρ τη αναστασει ουτε γαμουσιν ουτε εκγαμιζονται αλλ ως αγγελοι του θεου εν ουρανω εισιν

31 E, acerca da ressurreição dos mortos, não tendes lido o que Elohím vos declarou, dizendo:
31 περι δε της αναστασεως των νεκρων ουκ ανεγνωτε το ρηθεν υμιν υπο του θεου λεγοντος

32 Eu sou o Elohím de Avraham, o Elohím de Yts’chak, e o Elohím de Ya’akov? Ora, Elohím não é Elohím dos mortos, mas dos vivos.
32 εγω ειμι ο θεος αβρααμ και ο θεος ισαακ και ο θεος ιακωβ ουκ εστιν ο θεος θεος νεκρων αλλα ζωντων

33 E, as turbas, ouvindo isto, ficaram maravilhadas da sua doutrina.
33 και ακουσαντες οι οχλοι εξεπλησσοντο επι τη διδαχη αυτου

34 E os paruschs, ouvindo que ele fizera emudecer os t’zeduks, reuniram-se no mesmo lugar.
34 οι δε φαρισαιοι ακουσαντες οτι εφιμωσεν τους σαδδουκαιους συνηχθησαν επι το αυτο

35 E um deles, mestre da toráh, interrogou-o para o experimentar, dizendo:
35 και επηρωτησεν εις εξ αυτων νομικος πειραζων αυτον και λεγων

36 Mestre, qual é o grande mytsvá na toráh?
36 διδασκαλε ποια εντολη μεγαλη εν τω νομω

37 E Yeschua disse-lhe: Amarás o YE’CHUA יהרה teu Elohím de todo o teu coração, e de toda a tua néfesch, e de todo o teu pensamento.
37 ο δε ιησους ειπεν αυτω αγαπησεις κυριον τον θεον σου εν ολη τη καρδια σου και εν ολη τη ψυχη σου και εν ολη τη διανοια σου

38 Este é o primeiro e grande mytsvá.
38 αυτη εστιν πρωτη και μεγαλη εντολη

39 E o segundo, semelhante a este, é: Amarás o teu próximo como a ti mesmo.
39 δευτερα δε ομοια αυτη αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον

40 Destes dois mytsvót dependem toda a toráh e os navys.
40 εν ταυταις ταις δυσιν εντολαις ολος ο νομος και οι προφηται κρεμανται

41 E, estando reunidos os paruschs, interrogou-os Yeschua,
41 συνηγμενων δε των φαρισαιων επηρωτησεν αυτους ο ιησους

42 Dizendo: Que pensais vós do Maschiyah? De quem é filho? Eles disseram-lhe: De Davi.
42 λεγων τι υμιν δοκει περι του χριστου τινος υιος εστιν λεγουσιν αυτω του δαβιδ

43 Disse-lhes ele: Como é então que Davi, em ruarh, lhe chama Adhonay, dizendo:
43 λεγει αυτοις πως ουν δαβιδ εν πνευματι κυριον αυτον καλει λεγων

44 Disse o YE’CHUA יהרה ao meu Adhonay: Assenta-te à minha direita, Até que eu ponha os teus inimigos por escabelo de teus pés?
44 ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καθου εκ δεξιων μου εως αν θω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου

45 Se Davi, pois, lhe chama Adhonay, como é seu filho?
45 ει ουν δαβιδ καλει αυτον κυριον πως υιος αυτου εστιν

46 E ninguém podia responder-lhe uma palavra; nem desde aquele dia ousou mais alguém interrogá-lo.
46 και ουδεις εδυνατο αυτω αποκριθηναι λογον ουδε ετολμησεν τις απ εκεινης της ημερας επερωτησαι αυτον ουκετι

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo