Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו - A Besorah Segundo Mateus – 10

Daniel Alves Pena

Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו -  A Besorah Segundo Mateus – 10

1 E, chamando os seus doze discípulos (Talmidim), deu-lhes poder sobre os ruarhs imundos, para os expulsarem, e para curarem toda a enfermidade e todo o mal.
και προσκαλεσαμενος τους δωδεκα μαθητας αυτου εδωκεν αυτοις εξουσιαν πνευματων ακαθαρτων ωστε εκβαλλειν αυτα και θεραπευειν πασαν νοσον και πασαν μαλακιαν

2 Ora, os nomes dos doze emissários são estes: O primeiro, Shimón, chamado Kefá, e André, seu irmão; Ya’akov, filho de Zaviday, e Yohanam, seu irmão;
των δε δωδεκα αποστολων τα ονοματα εστιν ταυτα πρωτος σιμων ο λεγομενος πετρος και ανδρεας ο αδελφος αυτου ιακωβος ο του ζεβεδαιου και ιωαννης ο αδελφος αυτου

3 Filipe e Bartalmay; Tomah e Matitiyáhu, o publicano; Ya’akov, filho de Alfay, e Taday;
φιλιππος και βαρθολομαιος θωμας και ματθαιος ο τελωνης ιακωβος ο του αλφαιου και λεββαιος ο επικληθεις θαδδαιος

4 Shimón o Zelote, e Yehudá [do litoral de] Sk’irot, aquele que o traiu.
σιμων ο κανανιτης και ιουδας ισκαριωτης ο και παραδους αυτον
5 Yeschua enviou estes doze, e lhes ordenou, dizendo: Não ireis pelo caminho dos goiym, nem entrareis em cidade de samaritanos;
τουτους τους δωδεκα απεστειλεν ο ιησους παραγγειλας αυτοις λεγων εις οδον εθνων μη απελθητε και εις πολιν σαμαρειτων μη εισελθητε

6 Mas ide antes às ovelhas perdidas da casa de Ysrael;
πορευεσθε δε μαλλον προς τα προβατα τα απολωλοτα οικου ισραηλ

7 E, indo, pregai, dizendo: É chegado o reino dos céus.
πορευομενοι δε κηρυσσετε λεγοντες οτι ηγγικεν η βασιλεια των ουρανων

8 Curai os enfermos, limpai os leprosos, ressuscitai os mortos, expulsai os daymons; de graça recebestes, de graça dai.
ασθενουντας θεραπευετε λεπρους καθαριζετε νεκρους εγειρετε δαιμονια εκβαλλετε δωρεαν ελαβετε δωρεαν δοτε

9 Não possuais ouro, nem prata, nem cobre, em vossos cintos,
μη κτησησθε χρυσον μηδε αργυρον μηδε χαλκον εις τας ζωνας υμων

10 Nem alforjes para o caminho, nem duas túnicas, nem alparcas, nem bordão; porque digno é o operário do seu alimento.
10 μη πηραν εις οδον μηδε δυο χιτωνας μηδε υποδηματα μηδε {VAR1: ραβδον } {VAR2: ραβδους } αξιος γαρ ο εργατης της τροφης αυτου εστιν

11 E, em qualquer cidade ou aldeia em que entrardes, procurai saber quem nela seja digno, e hospedai-vos aí, até que vos retireis.
11 εις ην δ αν πολιν η κωμην εισελθητε εξετασατε τις εν αυτη αξιος εστιν κακει μεινατε εως αν εξελθητε

12 E, quando entrardes nalguma casa, saudai-a;
12 εισερχομενοι δε εις την οικιαν ασπασασθε αυτην

13 E, se a casa for digna, desça sobre ela a vossa shalom; mas, se não for digna, torne para vós a vossa shalom.
13 και εαν μεν η η οικια αξια ελθετω η ειρηνη υμων επ αυτην εαν δε μη η αξια η ειρηνη υμων προς υμας επιστραφητω

14 E, se ninguém vos receber, nem escutar as vossas palavras, saindo daquela casa ou cidade, sacudi o pó dos vossos pés.
14 και ος εαν μη δεξηται υμας μηδε ακουση τους λογους υμων εξερχομενοι της οικιας η της πολεως εκεινης εκτιναξατε τον κονιορτον των ποδων υμων

15 Em êmeth vos digo que, no dia do juízo, haverá menos rigor para o país de S’dom e ‘Amora do que para aquela cidade.
15 αμην λεγω υμιν ανεκτοτερον εσται γη σοδομων και γομορρων εν ημερα κρισεως η τη πολει εκεινη

16 Eis que vos envio como ovelhas ao meio de lobos; portanto, sede simple como as pombas e prudentes entre as serpentes.
16 ιδου εγω αποστελλω υμας ως προβατα εν μεσω λυκων γινεσθε ουν φρονιμοι ως οι οφεις και ακεραιοι ως αι περιστεραι

17 Acautelai-vos, porém, dos homens; porque eles vos entregarão aos sanhedrims, e vos açoitarão nas suas sinagogas;
17 προσεχετε δε απο των ανθρωπων παραδωσουσιν γαρ υμας εις συνεδρια και εν ταις συναγωγαις αυτων μαστιγωσουσιν υμας

18 E sereis até conduzidos à presença dos governadores, e dos reis, por causa de mim, para lhes servir de testemunho a eles, e aos goiym.
18 και επι ηγεμονας δε και βασιλεις αχθησεσθε ενεκεν εμου εις μαρτυριον αυτοις και τοις εθνεσιν

19 Mas, quando vos entregarem, não vos dê cuidado como, ou o que haveis de falar, porque naquela mesma hora vos será ministrado o que haveis de dizer.
19 οταν δε παραδιδωσιν υμας μη μεριμνησητε πως η τι λαλησητε δοθησεται γαρ υμιν εν εκεινη τη ωρα τι λαλησετε

20 Porque não sois vós quem falará, mas o Ruarh de vosso Pai é que fala em vós.
20 ου γαρ υμεις εστε οι λαλουντες αλλα το πνευμα του πατρος υμων το λαλουν εν υμιν

21 E o irmão entregará à morte o irmão, e o pai o filho; e os filhos se levantarão contra os pais, e os matarão.
21 παραδωσει δε αδελφος αδελφον εις θανατον και πατηρ τεκνον και επαναστησονται τεκνα επι γονεις και θανατωσουσιν αυτους

22 E odiados de todos sereis por causa do meu nome; mas aquele que perseverar até ao fim será salvo.
22 και εσεσθε μισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου ο δε υπομεινας εις τελος ουτος σωθησεται

23 Quando pois vos perseguirem nesta cidade, fugi para outra; porque em êmeth vos digo que não acabareis de percorrer as cidades de Ysrael sem que venha o Filho do homem.
23 οταν δε διωκωσιν υμας εν τη πολει ταυτη φευγετε εις την αλλην αμην γαρ λεγω υμιν ου μη τελεσητε τας πολεις του ισραηλ εως αν ελθη ο υιος του ανθρωπου

24 Não é o discípulo mais do que o mestre, nem o servo mais do que o seu senhor.
24 ουκ εστιν μαθητης υπερ τον διδασκαλον ουδε δουλος υπερ τον κυριον αυτου

25 Basta ao talmid ser como seu mestre, e ao servo como seu senhor. Se chamaram Ba’al zibul ao pai de família, quanto mais aos seus domésticos?
25 αρκετον τω μαθητη ινα γενηται ως ο διδασκαλος αυτου και ο δουλος ως ο κυριος αυτου ει τον οικοδεσποτην {VAR1: βεελζεβουλ } {VAR2: βεελζεβουβ } εκαλεσαν ποσω μαλλον τους οικιακους αυτου

26 Portanto, não os temais; porque nada há encoberto que não haja de revelar-se, nem oculto que não haja de saber-se.
26 μη ουν φοβηθητε αυτους ουδεν γαρ εστιν κεκαλυμμενον ο ουκ αποκαλυφθησεται και κρυπτον ο ου γνωσθησεται

27 O que vos digo em trevas dizei-o em luz; e o que escutais ao ouvido pregai-o sobre os telhados.
27 ο λεγω υμιν εν τη σκοτια ειπατε εν τω φωτι και ο εις το ους ακουετε κηρυξατε επι των δωματων

28 E não temais os que matam o corpo e não podem matar a néfesch; temei antes aquele que pode fazer perecer no guehinom a néfesch e o corpo.
28 και μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα την δε ψυχην μη δυναμενων αποκτειναι φοβηθητε δε μαλλον τον δυναμενον και ψυχην και σωμα απολεσαι εν γεεννη

29 Não se vendem dois passarinhos por um ceitil? e nenhum deles cairá em terra sem a vontade de vosso Pai.
29 ουχι δυο στρουθια ασσαριου πωλειται και εν εξ αυτων ου πεσειται επι την γην ανευ του πατρος υμων

30 E até mesmo os cabelos da vossa cabeça estão todos contados.
30 υμων δε και αι τριχες της κεφαλης πασαι ηριθμημεναι εισιν

31 Não temais, pois; mais valeis vós do que muitos passarinhos.
31 μη ουν φοβηθητε πολλων στρουθιων διαφερετε υμεις

32 Portanto, qualquer que me confessar diante dos homens, eu o confessarei diante de meu Pai, que está nos céus.
32 πας ουν οστις ομολογησει εν εμοι εμπροσθεν των ανθρωπων ομολογησω καγω εν αυτω εμπροσθεν του πατρος μου του εν ουρανοις

33 Mas qualquer que me negar diante dos homens, eu o negarei também diante de meu Pai, que está nos céus.
33 οστις δ αν αρνησηται με εμπροσθεν των ανθρωπων αρνησομαι αυτον καγω εμπροσθεν του πατρος μου του εν ουρανοις

34 Não cuideis que vim trazer a schalom(Shalom) à terra; não vim trazer schalom, mas espada;
34 μη νομισητε οτι ηλθον βαλειν ειρηνην επι την γην ουκ ηλθον βαλειν ειρηνην αλλα μαχαιραν

35 Porque eu vim pôr em dissensão o homem contra seu pai, e a filha contra sua mãe, e a nora contra sua sogra;
35 ηλθον γαρ διχασαι ανθρωπον κατα του πατρος αυτου και θυγατερα κατα της μητρος αυτης και νυμφην κατα της πενθερας αυτης

36 E assim os inimigos do homem serão os seus familiares.
36 και εχθροι του ανθρωπου οι οικιακοι αυτου

37 Quem ama o pai ou a mãe mais do que a mim não é digno de mim; e quem ama o filho ou a filha mais do que a mim não é digno de mim.
37 ο φιλων πατερα η μητερα υπερ εμε ουκ εστιν μου αξιος και ο φιλων υιον η θυγατερα υπερ εμε ουκ εστιν μου αξιος

38 E quem não toma o seu madeiro, e não segue após mim, não é digno de mim.
38 και ος ου λαμβανει τον σταυρον αυτου και ακολουθει οπισω μου ουκ εστιν μου αξιος

39 Quem achar a sua vida perdê-la-á; e quem perder a sua vida, por ahavah de mim, achá-la-á.
39 ο ευρων την ψυχην αυτου απολεσει αυτην και ο απολεσας την ψυχην αυτου ενεκεν εμου ευρησει αυτην

40 Quem vos recebe, a mim me recebe; e quem me recebe a mim, recebe aquele que me enviou.
40 ο δεχομενος υμας εμε δεχεται και ο εμε δεχομενος δεχεται τον αποστειλαντα με

41 Quem recebe um navy em qualidade de navy, receberá galardão de navy; e quem recebe um justo na qualidade de justo, receberá galardão de justo.
41 ο δεχομενος προφητην εις ονομα προφητου μισθον προφητου ληψεται και ο δεχομενος δικαιον εις ονομα δικαιου μισθον δικαιου ληψεται

42 E qualquer que tiver dado só que seja um copo de água fria a um destes pequenos, em nome de talmid, em êmeth vos digo que de modo algum perderá o seu galardão.
42 και ος εαν ποτιση ενα των μικρων τουτων ποτηριον ψυχρου μονον εις ονομα μαθητου αμην λεγω υμιν ου μη απολεση τον μισθον αυτου

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo