Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו - A Besorah Segundo Mateus – 14

Daniel Alves Pena

Mateus [Matitiyahu] מתיתיהו -  A Besorah Segundo Mateus – 14

1 Naquele tempo ouviu Herod, o tetrarca, a fama de Yeschua,
εν εκεινω τω καιρω ηκουσεν ηρωδης ο τετραρχης την ακοην ιησου

2 E disse aos seus criados: Este é Yohanam o Imersor; ressuscitou dos mortos, e por isso estas maravilhas operam nele.
και ειπεν τοις παισιν αυτου ουτος εστιν ιωαννης ο βαπτιστης αυτος ηγερθη απο των νεκρων και δια τουτο αι δυναμεις ενεργουσιν εν αυτω

3 Porque Herod tinha prendido Yohanam, e tinha-o maniatado e encerrado no cárcere, por causa de Herodias, mulher de seu irmão Filipe;
ο γαρ ηρωδης κρατησας τον ιωαννην εδησεν αυτον και εθετο εν φυλακη δια ηρωδιαδα την γυναικα φιλιππου του αδελφου αυτου

4 Porque Yohanam lhe dissera: Não te é lícito possuí-la.
ελεγεν γαρ αυτω ο ιωαννης ουκ εξεστιν σοι εχειν αυτην

5 E, querendo matá-lo, temia o povo; porque o tinham como navy.
και θελων αυτον αποκτειναι εφοβηθη τον οχλον οτι ως προφητην αυτον ειχον

6 Festejando-se, porém, o dia natalício de Herod, dançou a filha de Herodias diante dele, e agradou a Herod.
γενεσιων δε αγομενων του ηρωδου ωρχησατο η θυγατηρ της ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν τω ηρωδη

7 Por isso prometeu, com juramento, dar-lhe tudo o que pedisse;
οθεν μεθ ορκου ωμολογησεν αυτη δουναι ο εαν αιτησηται

8 E ela, instruída previamente por sua mãe, disse: Dá-me aqui, num prato, a cabeça de Yohanam o Imersor.
η δε προβιβασθεισα υπο της μητρος αυτης δος μοι φησιν ωδε επι πινακι την κεφαλην ιωαννου του βαπτιστου

9 E o rei afligiu-se, mas, por causa do juramento, e dos que estavam à mesa com ele, ordenou que se lhe desse.
και ελυπηθη ο βασιλευς δια δε τους ορκους και τους συνανακειμενους εκελευσεν δοθηναι

10 E mandou degolar Yohanam no cárcere.
10 και πεμψας απεκεφαλισεν τον ιωαννην εν τη φυλακη

11 E a sua cabeça foi trazida num prato, e dada à jovem, e ela a levou a sua mãe.
11 και ηνεχθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη τω κορασιω και ηνεγκεν τη μητρι αυτης

12 E chegaram os seus talmidim, e levaram o corpo, e o sepultaram; e foram anunciá-lo a Yeschua.
12 και προσελθοντες οι μαθηται αυτου ηραν το σωμα και εθαψαν αυτο και ελθοντες απηγγειλαν τω ιησου

13 E Yeschua, ouvindo isto, retirou-se dali num barco, para um lugar deserto, apartado; e, sabendo-o o povo, seguiu-o a pé desde as cidades.
13 και ακουσας ο ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ ιδιαν και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτω πεζη απο των πολεων

14 E, Yeschua, saindo, viu uma grande multidão, e possuído de íntima compaixão para com ela, curou os seus enfermos.
14 και εξελθων ο ιησους ειδεν πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη επ αυτους και εθεραπευσεν τους αρρωστους αυτων

15 E, sendo chegada a tarde, os seus talmidim aproximaram-se dele, dizendo: O lugar é deserto, e a hora é já avançada; despede a multidão, para que vão pelas aldeias, e comprem comida para si.
15 οψιας δε γενομενης προσηλθον αυτω οι μαθηται αυτου λεγοντες ερημος εστιν ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν απολυσον τους οχλους ινα απελθοντες εις τας κωμας αγορασωσιν εαυτοις βρωματα

16 Yeschua, porém, lhes disse: Não é mister que vão; dai-lhes vós de comer.
16 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ου χρειαν εχουσιν απελθειν δοτε αυτοις υμεις φαγειν

17 Então eles lhe disseram: Não temos aqui senão cinco pães e dois peixes.
17 οι δε λεγουσιν αυτω ουκ εχομεν ωδε ει μη πεντε αρτους και δυο ιχθυας

18 E ele disse: Trazei-mos aqui.
18 ο δε ειπεν φερετε μοι αυτους ωδε

19 E, tendo mandado que a multidão se assentasse sobre a erva, tomou os cinco pães e os dois peixes, e, erguendo os olhos ao céu, os abençoou, e, partindo os pães, deu-os aos Talmidim, e os Talmidim à multidão.
19 και κελευσας τους οχλους ανακλιθηναι επι τους χορτους και λαβων τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησεν και κλασας εδωκεν τοις μαθηταις τους αρτους οι δε μαθηται τοις οχλοις

20 E comeram todos, e saciaram-se; e levantaram dos pedaços, que sobejaram, doze alcofas cheias.
20 και εφαγον παντες και εχορτασθησαν και ηραν το περισσευον των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις

21 E os que comeram foram quase cinco mil homens, além das mulheres e crianças.
21 οι δε εσθιοντες ησαν ανδρες ωσει πεντακισχιλιοι χωρις γυναικων και παιδιων

22 E logo ordenou Yeschua que os seus Talmidim entrassem no barco, e fossem adiante para o outro lado, enquanto despedia a multidão.
22 και ευθεως ηναγκασεν ο ιησους τους μαθητας αυτου εμβηναι εις το πλοιον και προαγειν αυτον εις το περαν εως ου απολυση τους οχλους

23 E, despedida a multidão, subiu ao monte para orar, à parte. E, chegada já a tarde, estava ali só.
23 και απολυσας τους οχλους ανεβη εις το ορος κατ ιδιαν προσευξασθαι οψιας δε γενομενης μονος ην εκει

24 E o barco estava já no meio do mar, açoitado pelas ondas; porque o vento era contrário;
24 το δε πλοιον ηδη μεσον της θαλασσης ην βασανιζομενον υπο των κυματων ην γαρ εναντιος ο ανεμος

25 Mas, à quarta vigília da noite, dirigiu-se Yeschua para eles, andando por cima do mar.
25 τεταρτη δε φυλακη της νυκτος απηλθεν προς αυτους ο ιησους περιπατων επι της θαλασσης

26 E os Talmidim, vendo-o andando sobre o mar, assustaram-se, dizendo: É um fantasma. E gritaram com medo.
26 και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα εταραχθησαν λεγοντες οτι φαντασμα εστιν και απο του φοβου εκραξαν

27 Yeschua, porém, lhes falou logo, dizendo: Tende bom ânimo, sou eu, não temais.
27 ευθεως δε ελαλησεν αυτοις ο ιησους λεγων θαρσειτε εγω ειμι μη φοβεισθε

28 E respondeu-lhe Kefá, e disse: Senhor, se és tu, manda-me ir ter contigo por cima das águas.
28 αποκριθεις δε αυτω ο πετρος ειπεν κυριε ει συ ει κελευσον με προς σε ελθειν επι τα υδατα

29 E ele disse: Vem. E Kefá, descendo do barco, andou sobre as águas para ir ter com Yeschua.
29 ο δε ειπεν ελθε και καταβας απο του πλοιου ο πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα ελθειν προς τον ιησουν

30 Mas, sentindo o vento forte, teve medo; e, começando a ir para o fundo, clamou, dizendo: Senhor, salva-me!
30 βλεπων δε τον ανεμον ισχυρον εφοβηθη και αρξαμενος καταποντιζεσθαι εκραξεν λεγων κυριε σωσον με

31 E logo Yeschua, estendendo a mão, segurou-o, e disse-lhe: Homem de pouca Emunah, por que duvidaste?
31 ευθεως δε ο ιησους εκτεινας την χειρα επελαβετο αυτου και λεγει αυτω ολιγοπιστε εις τι εδιστασας

32 E, quando subiram para o barco, acalmou o vento.
32 και εμβαντων αυτων εις το πλοιον εκοπασεν ο ανεμος

33 Então aproximaram-se os que estavam no barco, e adoraram-no, dizendo: És verdadeiramente o Filho de Elohím.
33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτω λεγοντες αληθως θεου υιος ει

34 E, tendo passado para o outro lado, chegaram à terra de Guenetsar.
34 και διαπερασαντες ηλθον εις την γην γεννησαρετ

35 E, quando os homens daquele lugar o conheceram, mandaram por todas aquelas terras em redor e trouxeram-lhe todos os que estavam enfermos.
35 και επιγνοντες αυτον οι ανδρες του τοπου εκεινου απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και προσηνεγκαν αυτω παντας τους κακως εχοντας

36 E rogavam-lhe que ao menos eles pudessem tocar a orla da sua roupa; e todos os que a tocavam ficavam sãos.
36 και παρεκαλουν αυτον ινα μονον αψωνται του κρασπεδου του ιματιου αυτου και οσοι ηψαντο διεσωθησαν

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo