Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 03

Daniel Alves Pena

Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 03

1 E outra vez entrou na sinagoga, e estava ali um homem que tinha uma das mãos mirrada.
και εισηλθεν παλιν εις την συναγωγην και ην εκει ανθρωπος εξηραμμενην εχων την χειρα

2 E estavam observando-o se curaria no Shabat, para o acusarem.
και παρετηρουν αυτον ει τοις σαββασιν θεραπευσει αυτον ινα κατηγορησωσιν αυτου

3 E disse ao homem que tinha a mão mirrada: Levanta-te e vem para o meio.
και λεγει τω ανθρωπω τω εξηραμμενην εχοντι την χειρα εγειραι εις το μεσον

4 E perguntou-lhes: É lícito no Shabat fazer bem, ou fazer mal? salvar a vida, ou matar? E eles calaram-se.
και λεγει αυτοις εξεστιν τοις σαββασιν αγαθοποιησαι η κακοποιησαι ψυχην σωσαι η αποκτειναι οι δε εσιωπων

5 E, olhando para eles em redor com indignação, condoendo-se da dureza do seu coração, disse ao homem: Estende a tua mão. E ele a estendeu, e foi-lhe restituída a sua mão, sã como a outra.
και περιβλεψαμενος αυτους μετ οργης συλλυπουμενος επι τη πωρωσει της καρδιας αυτων λεγει τω ανθρωπω εκτεινον την χειρα σου και εξετεινεν και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη

6 E, tendo saído os paruschs, tomaram logo conselho com os herodianos contra ele, procurando ver como o matariam.
και εξελθοντες οι φαρισαιοι ευθεως μετα των ηρωδιανων συμβουλιον εποιουν κατ αυτου οπως αυτον απολεσωσιν

7 E retirou-se Yeschua com os seus talmidim para o mar, e seguia-o uma grande multidão da Gahlil e da Yehudá,
και ο ιησους ανεχωρησεν μετα των μαθητων αυτου προς την θαλασσαν και πολυ πληθος απο της γαλιλαιας ηκολουθησαν αυτω και απο της ιουδαιας

8 E de Yerushalayim, e da Iduméia, e de além do Yarden, e de perto de Tsor e Tsidom; uma grande multidão que, ouvindo quão grandes coisas fazia, vinha ter com ele.
και απο ιεροσολυμων και απο της ιδουμαιας και περαν του ιορδανου και οι περι τυρον και σιδωνα πληθος πολυ ακουσαντες οσα εποιει ηλθον προς αυτον

9 E ele disse aos seus talmidim que lhe tivessem sempre pronto um barquinho junto dele, por causa da multidão, para que o não oprimisse,
και ειπεν τοις μαθηταις αυτου ινα πλοιαριον προσκαρτερη αυτω δια τον οχλον ινα μη θλιβωσιν αυτον

10 Porque tinha curado a muitos, de tal maneira que todos quantos tinham algum mal se arrojavam sobre ele, para lhe tocarem.
10 πολλους γαρ εθεραπευσεν ωστε επιπιπτειν αυτω ινα αυτου αψωνται οσοι ειχον μαστιγας

11 E os ruarhs imundos vendo-o, prostravam-se diante dele, e clamavam, dizendo: Tu és o Filho de Elohím.
11 και τα πνευματα τα ακαθαρτα οταν αυτον εθεωρει προσεπιπτεν αυτω και εκραζεν λεγοντα οτι συ ει ο υιος του θεου

12 E ele os ameaçava muito, para que não o manifestassem.
12 και πολλα επετιμα αυτοις ινα μη αυτον φανερον ποιησωσιν

13 E subiu ao monte, e chamou para si os que ele quis; e vieram a ele.
13 και αναβαινει εις το ορος και προσκαλειται ους ηθελεν αυτος και απηλθον προς αυτον

14 E nomeou doze para que estivessem com ele e os mandasse a pregar,
14 και εποιησεν δωδεκα ινα ωσιν μετ αυτου και ινα αποστελλη αυτους κηρυσσειν

15 E para que tivessem o poder de curar as enfermidades e expulsar os daymons:
15 και εχειν εξουσιαν θεραπευειν τας νοσους και εκβαλλειν τα δαιμονια

16 A Shimón, a quem pôs o nome de Kefá,
16 και επεθηκεν τω σιμωνι ονομα πετρον

17 E a Ya’akov, filho de Zaviday, e a Yohanam, irmão de Ya’akov, aos quais pôs o nome de Beneh’Regóhsch, que significa: Filhos do trovão;
17 και ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελφον του ιακωβου και επεθηκεν αυτοις ονοματα βοανεργες ο εστιν υιοι βροντης

18 E a André, e a Filipe, e a Bartalmay, e a Matitiyáhu, e a Tomah, e a Ya’akov, filho de Alfay, e a Taday, e a Shimón o Zelote,
18 και ανδρεαν και φιλιππον και βαρθολομαιον και ματθαιον και θωμαν και ιακωβον τον του αλφαιου και θαδδαιον και σιμωνα τον κανανιτην

19 E a Yehudá Sk’irot, o que o entregou.
19 και ιουδαν ισκαριωτην ος και παρεδωκεν αυτον και ερχονται εις οικον

20 E foram para uma casa. E afluiu outra vez a multidão, de tal maneira que nem sequer podiam comer pão.
20 και συνερχεται παλιν οχλος ωστε μη δυνασθαι αυτους μητε αρτον φαγειν

21 E, quando os seus ouviram isto, saíram para o prender; porque diziam: Está fora de si.
21 και ακουσαντες οι παρ αυτου εξηλθον κρατησαι αυτον ελεγον γαρ οτι εξεστη

22 E os mestres da toráh, que tinham descido de Yerushalayim, diziam: Tem Ba’al Zibul, e pelo príncipe dos daymons expulsa os daymons.
22 και οι γραμματεις οι απο ιεροσολυμων καταβαντες ελεγον οτι βεελζεβουλ εχει και οτι εν τω αρχοντι των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια

23 E, chamando-os a si, disse-lhes por parábolas: Como pode Ha’Satan expulsar Ha’Satan?
23 και προσκαλεσαμενος αυτους εν παραβολαις ελεγεν αυτοις πως δυναται σατανας σαταναν εκβαλλειν

24 E, se um reino se dividir contra si mesmo, tal reino não pode subsistir;
24 και εαν βασιλεια εφ εαυτην μερισθη ου δυναται σταθηναι η βασιλεια εκεινη

25 E, se uma casa se dividir contra si mesma, tal casa não pode subsistir.
25 και εαν οικια εφ εαυτην μερισθη ου δυναται σταθηναι η οικια εκεινη

26 E, se Ha’Satan se levantar contra si mesmo, e for dividido, não pode subsistir; antes tem fim.
26 και ει ο σατανας ανεστη εφ εαυτον και μεμερισται ου δυναται σταθηναι αλλα τελος εχει

27 Ninguém pode roubar os bens do valente, entrando-lhe em sua casa, se primeiro não maniatar o valente; e então roubará a sua casa.
27 ου δυναται ουδεις τα σκευη του ισχυρου εισελθων εις την οικιαν αυτου διαρπασαι εαν μη πρωτον τον ισχυρον δηση και τοτε την οικιαν αυτου διαρπασει

28 Na êmeth vos digo que todos os pecados serão perdoados aos filhos dos homens, e toda a sorte de blasfêmias, com que blasfemarem;
28 αμην λεγω υμιν οτι παντα αφεθησεται τα αμαρτηματα τοις υιοις των ανθρωπων και βλασφημιαι οσας αν βλασφημησωσιν

29 Qualquer, porém, que blasfemar contra o Ruarh Ha’Kodesch, nunca obterá perdão, mas será réu do eterno juízo
29 ος δ αν βλασφημηση εις το πνευμα το αγιον ουκ εχει αφεσιν εις τον αιωνα αλλ ενοχος εστιν αιωνιου κρισεως

30 (Porque diziam: Tem ruarh imundo).
30 οτι ελεγον πνευμα ακαθαρτον εχει

31 Chegaram, então, seus irmãos e sua mãe; e, estando fora, mandaram-no chamar.
31 ερχονται ουν οι αδελφοι και η μητηρ αυτου και εξω εστωτες απεστειλαν προς αυτον φωνουντες αυτον

32 E a multidão estava assentada ao redor dele, e disseram-lhe: Eis que tua mãe e teus irmãos te procuram, e estão lá fora.
32 και εκαθητο οχλος περι αυτον ειπον δε αυτω ιδου η μητηρ σου και οι αδελφοι σου εξω ζητουσιν σε

33 E ele lhes respondeu, dizendo: Quem é minha mãe e meus irmãos?
33 και απεκριθη αυτοις λεγων τις εστιν η μητηρ μου η οι αδελφοι μου

34 E, olhando em redor para os que estavam assentados junto dele, disse: Eis aqui minha mãe e meus irmãos.
34 και περιβλεψαμενος κυκλω τους περι αυτον καθημενους λεγει ιδε η μητηρ μου και οι αδελφοι μου

35 Porquanto, qualquer que fizer a vontade de Elohím, esse é meu irmão, e minha irmã, e minha mãe.
35 ος γαρ αν ποιηση το θελημα του θεου ουτος αδελφος μου και αδελφη μου και μητηρ εστιν

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo