Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 05

Daniel Alves Pena

Marcos [Yochanan Moshe] משה יוחנן - A Besorah Segundo Marcos – 05

1 E chegaram ao outro lado do mar, à província dos gadarenos.
και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των γαδαρηνων

2 E, saindo ele do barco, lhe saiu logo ao seu encontro, dos sepulcros, um homem com ruarh imundo;
και εξελθοντι αυτω εκ του πλοιου ευθεως απηντησεν αυτω εκ των μνημειων ανθρωπος εν πνευματι ακαθαρτω

3 O qual tinha a sua morada nos sepulcros, e nem ainda com cadeias o podia alguém prender;
ος την κατοικησιν ειχεν εν τοις μνημειοις και ουτε αλυσεσιν ουδεις ηδυνατο αυτον δησαι

4 Porque, tendo sido muitas vezes preso com grilhões e cadeias, as cadeias foram por ele feitas em pedaços, e os grilhões em migalhas, e ninguém o podia amansar.
δια το αυτον πολλακις πεδαις και αλυσεσιν δεδεσθαι και διεσπασθαι υπ αυτου τας αλυσεις και τας πεδας συντετριφθαι και ουδεις αυτον ισχυεν δαμασαι

5 E andava sempre, de dia e de noite, clamando pelos montes, e pelos sepulcros, e ferindo-se com pedras.
και διαπαντος νυκτος και ημερας εν τοις ορεσιν και εν τοις μνημασιν ην κραζων και κατακοπτων εαυτον λιθοις

6 E, quando viu Yeschua ao longe, correu e adorou-o.
ιδων δε τον ιησουν απο μακροθεν εδραμεν και προσεκυνησεν αυτω

7 E, clamando com grande voz, disse: Que tenho eu contigo, Yeschua, Filho do Elohím Altíssimo? conjuro-te por Elohím que não me atormentes.
και κραξας φωνη μεγαλη ειπεν τι εμοι και σοι ιησου υιε του θεου του υψιστου ορκιζω σε τον θεον μη με βασανισης

8 (Porque lhe dizia: Sai deste homem, ruarh imundo.)
ελεγεν γαρ αυτω εξελθε το πνευμα το ακαθαρτον εκ του ανθρωπου

9 E perguntou-lhe: Qual é o teu nome? E lhe respondeu, dizendo: Legião é o meu nome, porque somos muitos.
και επηρωτα αυτον τι σοι ονομα και απεκριθη λεγων λεγεων ονομα μοι οτι πολλοι εσμεν

10 E rogava-lhe muito que os não enviasse para fora daquela província.
10 και παρεκαλει αυτον πολλα ινα μη αυτους αποστειλη εξω της χωρας

11 E andava ali pastando no monte uma grande manada de porcos.
11 ην δε εκει προς τα ορη αγελη χοιρων μεγαλη βοσκομενη

12 E todos aqueles daymons lhe rogaram, dizendo: Manda-nos para aqueles porcos, para que entremos neles.
12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες λεγοντες πεμψον ημας εις τους χοιρους ινα εις αυτους εισελθωμεν

13 E Yeschua logo lho permitiu. E, saindo aqueles ruarhs imundos, entraram nos porcos; e a manada se precipitou por um despenhadeiro no mar (eram quase dois mil), e afogaram-se no mar.
13 και επετρεψεν αυτοις ευθεως ο ιησους και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν ησαν δε ως δισχιλιοι και επνιγοντο εν τη θαλασση

14 E os que apascentavam os porcos fugiram, e o anunciaram na cidade e nos campos; e saíram muitos a ver o que era aquilo que tinha acontecido.
14 οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους και εξηλθον ιδειν τι εστιν το γεγονος

15 E foram ter com Yeschua, e viram o possuído, o que tivera a legião, assentado, vestido e em perfeito juízo, e temeram.
15 και ερχονται προς τον ιησουν και θεωρουσιν τον δαιμονιζομενον καθημενον και ιματισμενον και σωφρονουντα τον εσχηκοτα τον λεγεωνα και εφοβηθησαν

16 E os que aquilo tinham visto contaram-lhes o que acontecera ao possuído, e acerca dos porcos.
16 και διηγησαντο αυτοις οι ιδοντες πως εγενετο τω δαιμονιζομενω και περι των χοιρων

17 E começaram a rogar-lhe que saísse dos seus termos.
17 και ηρξαντο παρακαλειν αυτον απελθειν απο των οριων αυτων

18 E, entrando ele no barco, rogava-lhe o que fora possuído que o deixasse estar com ele.
18 και εμβαντος αυτου εις το πλοιον παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις ινα η μετ αυτου

19 Yeschua, porém, não lho permitiu, mas disse-lhe: Vai para tua casa, para os teus, e anuncia-lhes quão grandes coisas o YE’CHUA יהרה te fez, e como teve
misericórdia de ti.
19 ο δε ιησους ουκ αφηκεν αυτον αλλα λεγει αυτω υπαγε εις τον οικον σου προς τους σους και αναγγειλον αυτοις οσα σοι ο κυριος εποιησεν και ηλεησεν σε

20 E ele foi, e começou a anunciar nas dez cidades quão grandes coisas Yeschua lhe fizera; e todos se maravilharam.
20 και απηλθεν και ηρξατο κηρυσσειν εν τη δεκαπολει οσα εποιησεν αυτω ο ιησους και παντες εθαυμαζον

21 E, passando Yeschua outra vez num barco para o outro lado, ajuntou-se a ele uma grande multidão; e ele estava junto do mar.
21 και διαπερασαντος του ιησου εν τω πλοιω παλιν εις το περαν συνηχθη οχλος πολυς επ αυτον και ην παρα την θαλασσαν

22 E eis que chegou um dos principais da Kahal, por nome Y’air, e, vendo-o, prostrou-se aos seus pés,
22 και ιδου ερχεται εις των αρχισυναγωγων ονοματι ιαειρος και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου

23 E rogava-lhe muito, dizendo: Minha filha está moribunda; rogo-te que venhas e lhe imponhas as mãos, para que sare, e viva.
23 και παρεκαλει αυτον πολλα λεγων οτι το θυγατριον μου εσχατως εχει ινα ελθων επιθης αυτη τας χειρας οπως σωθη και ζησεται

24 E foi com ele, e seguia-o uma grande multidão, que o apertava.
24 και απηλθεν μετ αυτου και ηκολουθει αυτω οχλος πολυς και συνεθλιβον αυτον

25 E certa mulher que, havia doze anos, tinha um fluxo de sangue,
25 και γυνη τις ουσα εν ρυσει αιματος ετη δωδεκα

26 E que havia padecido muito com muitos médicos, e despendido tudo quanto tinha, nada lhe aproveitando isso, antes indo a pior;
26 και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα τα παρ εαυτης παντα και μηδεν ωφεληθεισα αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα

27 Ouvindo falar de Yeschua, veio por detrás, entre a multidão, e tocou-lhe o Talit.
27 ακουσασα περι του ιησου ελθουσα εν τω οχλω οπισθεν ηψατο του ιματιου αυτου

28 Porque dizia: Se tão somente tocar no tsitsi de seu talitot, sararei.
28 ελεγεν γαρ οτι καν των ιματιων αυτου αψωμαι σωθησομαι

29 E logo se lhe secou a fonte do seu sangue; e sentiu no seu corpo estar já curada daquele mal.
29 και ευθεως εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης και εγνω τω σωματι οτι ιαται απο της μαστιγος

30 E logo Yeschua, conhecendo que a virtude de si mesmo saíra, voltou-se para a multidão, e disse: Quem tocou nas minhas vestes?
30 και ευθεως ο ιησους επιγνους εν εαυτω την εξ αυτου δυναμιν εξελθουσαν επιστραφεις εν τω οχλω ελεγεν τις μου ηψατο των ιματιων

31 E disseram-lhe os seus talmidim: Vês que a multidão te aperta, e dizes: Quem me tocou?
31 και ελεγον αυτω οι μαθηται αυτου βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε και λεγεις τις μου ηψατο

32 E ele o leva em redor, para ver a que isto fizera.
32 και περιεβλεπετο ιδειν την τουτο ποιησασαν

33 Então a mulher, que sabia o que lhe tinha acontecido, temendo e tremendo, aproximou-se, e prostrou-se diante dele, e disse-lhe toda a êmeth.
33 η δε γυνη φοβηθεισα και τρεμουσα ειδυια ο γεγονεν επ αυτη ηλθεν και προσεπεσεν αυτω και ειπεν αυτω πασαν την αληθειαν

34 E ele lhe disse: Filha, a tua Emunah te salvou; vai em schalom, e sê curada deste teu mal.
34 ο δε ειπεν αυτη θυγατερ η πιστις σου σεσωκεν σε υπαγε εις ειρηνην και ισθι υγιης απο της μαστιγος σου

35 Estando ele ainda falando, chegaram alguns do principal da Kahal, a quem disseram: A tua filha está morta; para que enfadas mais o Mestre?
35 ετι αυτου λαλουντος ερχονται απο του αρχισυναγωγου λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανεν τι ετι σκυλλεις τον διδασκαλον

36 E Yeschua, tendo ouvido estas palavras, disse ao principal da sinagoga: Não temas, crê somente.
36 ο δε ιησους ευθεως ακουσας τον λογον λαλουμενον λεγει τω αρχισυναγωγω μη φοβου μονον πιστευε

37 E não permitiu que alguém o seguisse, a não ser Kefá, Ya’akov, e Yohanam, irmão de Ya’akov.
37 και ουκ αφηκεν ουδενα αυτω συνακολουθησαι ει μη πετρον και ιακωβον και ιωαννην τον αδελφον ιακωβου

38 E, tendo chegado à casa do principal da sinagoga (Kahal), viu o alvoroço, e os que choravam muito e pranteavam.
38 και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και θεωρει θορυβον {VAR2: και } κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα

39 E, entrando, disse-lhes: Por que vos alvoroçais e chorais? A menina não está morta, mas dorme.
39 και εισελθων λεγει αυτοις τι θορυβεισθε και κλαιετε το παιδιον ουκ απεθανεν αλλα καθευδει

40 E riam-se dele; porém ele, tendo-os feito sair, tomou consigo o pai e a mãe da menina, e os que com ele estavam, e entrou onde a menina estava deitada.
40 και κατεγελων αυτου ο δε εκβαλων απαντας παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μετ αυτου και εισπορευεται οπου ην το παιδιον ανακειμενον

41 E, tomando a mão da menina, disse-lhe: Talita cumi; que, traduzido, é: Menina, a ti te digo, levanta-te.
41 και κρατησας της χειρος του παιδιου λεγει αυτη ταλιθα κουμι ο εστιν μεθερμηνευομενον το κορασιον σοι λεγω εγειραι

42 E logo a menina se levantou, e andava, pois já tinha doze anos; e assombraram-se com grande espanto.
42 και ευθεως ανεστη το κορασιον και περιεπατει ην γαρ ετων δωδεκα και εξεστησαν εκστασει μεγαλη

43 E mandou-lhes expressamente que ninguém o soubesse; e disse que lhe dessem de comer.
43 και διεστειλατο αυτοις πολλα ινα μηδεις γνω τουτο και ειπεν δοθηναι αυτη φαγειν

OBSERVAÇÃO: Pesquisas, adições, comentários e ajustes feitos por Daniel Alves Pena.

”Bem que assim me parece a mim, mas pode ser que outro tenha mais entendimento do que eu”.

Compartilhe este artigo:
Dicionário de vocábulos: DÚVIDAS SOBRE PALAVRAS CLIQUE AQUI.

Postar um comentário

« Pagina Anterior Próxima Pagina » Página inicial
 
Copyright © 2014. Original Bíblico - ORBI - All Rights Reserved
Extensão do site: Restauracionismo